- τριγλίζω
- Αγελώ («τριγλίζεινκατά μίμησιν ἐπὶ τῶν γελώντων», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη (πρβλ. κίχλη: κιχλίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριγλίζειν — τριγλίζω giggle pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)